Κυριακή 27 Αυγούστου 2023

Η Ελπίδα χάθηκε, το συγκρότημα όχι – 15 χρόνια από την κυκλοφορία του 4ου δίσκου των Slipknot, All Hope Is Gone (AHIG)

 


Μια σχεδόν δεκαετία μετά το επίσημο ντεμπούτο του συγκροτήματος, οι Slipknot σαν σήμερα, τον Αύγουστο του 2008 κυκλοφόρησαν την τέταρτη κατά σειρά επίσημη δισκογραφική τους κυκλοφορία, με τίτλο “All Hope is Gone” (γνωστό και με την συντομογραφία AHIG). 58 λεπτά συνολική διάρκεια, 12 κομμάτια και 5 singles, εκ των οποίων 4 με δικό τους αντίστοιχο music video: Από το θύμα του ιντερνετικού trolling Psychosocial – μην μου πείτε ότι δεν έχετε δει ούτε μια παρωδία του τραγουδιού αυτού στο internet – μέχρι και το άκρως συναισθηματικό Snuff, ο δίσκος αυτός περιέχει ορισμένα από τα πιο iconic αλλά και underrated κομμάτια (σ.σ.: Gematria) και η ποιότητα παραγωγής και ήχου είναι αντάξια του επιπέδου αλλά και του budget ενός συγκροτήματος σαν τους Slipknot. Αδιαμφισβήτητη απόδειξη οι αριθμοί πωλήσεων αλλά και η κυριαρχία του δίσκου στα charts, αφού χτύπησε την κορυφή τους σχεδόν αμέσως μετά την κυκλοφορία του σε Ευρώπη, Αμερική και μερικές άλλες χώρες. 



Προφανώς όσοι έζησαν την περίοδο κυκλοφορίας του album θα θυμούνται και την διχογνωμία που προκάλεσε, τόσο στο κοινό και κριτικούς, όσο και στο ίδιο το συγκρότημα, όπως φανερώθηκε σε μεταγενέστερες συνεντεύξεις τους. Ξεκινώντας με τα εύκολα – προφανώς το κοινό – αν και χαρούμενο που είχε στα χέρια του ακόμη μια κυκλοφορία του αγαπημένου του συγκροτήματος, εξέφρασε μεταξύ άλλων ορισμένα «παράπονα» σχετικά με το πόσο «ακραίος» ή «βαρύς (heavy)» ήταν αυτός ο δίσκος. Αν μη τι άλλο, όταν στο ενεργητικό των Slipknot υπάρχουν κυκλοφορίες όπως το Iowa (2001) και το ομότιτλο debut album του 1999, το να βλέπεις το συγκρότημα που άλλοτε έσπερνε το χάος και την καταστροφή στις σκηνές να κυκλοφορεί τραγούδια όπως το Snuff (σ.σ.: δεν πρόκειται για κακό τραγούδι, σε καμία περίπτωση, αλλά σίγουρα είναι μια στροφή 180° όσον αφορά τον ήχο και το ύφος του συγκροτήματος), καλώς ή κακώς αφήνει μια εντύπωση ότι τα μέλη των Slipknot «γέρασαν» ή «ξεπουλήθηκαν» - σε τέτοιο σημείο, που το βρετανικό περιοδικό Q  είχε γράψει για το album:



«Το συγκρότημα πλέον δεν μοιάζει με απειλή για τον δυτικό πολιτισμό (αναφερόμενο στις πρώτες 2 κυκλοφορίες του), ωστόσο το συγκεκριμένο album προσφέρει όντως ένα σοκ: Στο πόσο εύκολα μπορεί κανείς να τους ακούσει»




Εν τω μεταξύ, με μια προσεκτικότερη ανάλυση, τόσο η στιχουργική θεματολογία όσο και το songwriting δεν διαφέρουν πολύ από το μοτίβο που μας έχουν συνηθίσει οι Slipknot. Ας μην κοροϊδευόμαστε, όμως. Παρόλο που το AHIG έχει κάποιες λαμπρές στιγμές, όσον αφορά το songwriting, η γενική εντύπωση που έδινε ήταν ότι οι Slipknot άρχισαν να μετατρέπονται σε ένα πιο προσιτό συγκρότημα. Η συγκεκριμένη κίνηση, βέβαια, βρήκε μια ικανή πλειοψηφία των κριτικών απόλυτα σύμφωνη, επαινώντας μάλιστα την μεταβολή τους από την nu metal σε πιο «παραδοσιακά» στοιχεία της heavy μουσικής.




Σε αυτό το σημείο, εύλογα θα δημιουργηθεί η εξής απορία. Αφού κοινό και κριτικοί πάνω κάτω συμφωνούν ότι το AHIG είναι ένα πολύ δυνατό album, γιατί τα μέλη των Slipknot έχουν κάνει ιδιαίτερα αντιφατικές δηλώσεις σχετικά με αυτό? Εδώ είναι που θα πρέπει να εξετάσουμε τις δηλώσεις των ίδιων των μελών, αλλά και την ιστορία τους μέχρι τώρα στα studios κατά την διάρκεια των ηχογραφήσεων.


Οι κιθαρίστες Jim Root (4) και Mick Thomson (7) έχουν εκφράσει ανοιχτά την δυσαρέσκεια τους σχετικά με τις διαδικασίες που ακολουθήθηκαν στην παραγωγή του δίσκου, με τον πρώτο να σχολιάζει: 



«Δεν μπορώ να θυμηθώ αν σε αυτό το album βρεθήκαμε όλοι μαζί (ενν. όλα τα μέλη του συγκροτήματος) για να τζαμάρουμε μαζί, σαν συγκρότημα, πριν την ηχογράφηση αυτού του δίσκου. […] Ο παραγωγός εκείνη την περίοδο φάνηκε ότι δεν μπορούσε να μας συγκεντρώσει σε έναν χώρο για να μπορέσουμε να ηχογραφήσουμε σαν ενιαίο σύνολο».




Οι προηγούμενοι παραγωγοί Ross Robinson (Slipknot, 1999 & Iowa, 2001) και Rick Rubin (Vol. 3: The Subliminal Verses, 2004), για τους δικούς τους λόγους ο καθένας, επέμειναν στο να βρίσκονται και τα εννέα μέλη του συγκροτήματος παρόντα στις διαδικασίες παραγωγής και ηχογράφησης, επομένως αυτή η διαφοροποίηση στην μεθοδολογία ενδεχομένως επηρέασε αρνητικά τα μέλη του συγκροτήματος. Παράλληλα, να σημειωθεί ότι το δεύτερο συγκρότημα του τραγουδιστή Corey Taylor (8), Stone Sour, στο οποίο τότε συμμετείχε και ο κιθαρίστας Jim Root, όχι μόνο είχε κυκλοφορήσει έναν νέο δίσκο ανάμεσα στο Vol. 3 και το AHIG (Come What(ever) May, 01/08/2006), αλλά παρουσίαζε και μια σχετικά ανοδική πορεία, επομένως η προσοχή των Taylor και Root, ενδέχεται να είχε αποσπαστεί από τους Stone Sour, και να μην μπορούσαν να δώσουν το 110% τους στο νέο album των Slipknot. Ο πιο επικριτικός για τον δίσκο αποδείχθηκε ο mastermind και percussionist Clown, a.k.a. M.Shawn Crahan (6), ο οποίος σχολίασε:



«Πρόκειται για τον μοναδικό δίσκο που φτιάξαμε στην Iowa, ο οποίος είναι ο λιγότερο αγαπημένος μου. Μηδέν εντάσεις, μηδέν πόνος, μόνο αποδοτικότητα, ικανότητα να γυρίσουμε σπίτι μας. Αυτό δεν είναι καλό, όχι για αυτό που κάνουμε. […] Το βρίσκω ειρωνικό ότι ήταν τόσο δύσκολο να φτιαχθεί αυτός ο δίσκος, και άφησε τόσο πικρή αίσθηση στον οργανισμό μου, και τον βλέπεις να κυκλοφορεί Νο. 1 στο Billboard 200… Σαν ένα σατανικό αστείο, δηλαδή κάτι στο οποίο μετά βίας έχεις δώσει μέρος του εαυτού σου, πηγαίνει στην πρώτη θέση (ενν. στα charts)»



Αντιθέτως, ο θρυλικός πλέον drummer Joey Jordison (1) θεωρεί τον δίσκο AHIG τον καλύτερο δίσκο των Slipknot, θεωρώντας τον ως «τον δίσκο που θα ήθελε οι Slipknot να είναι».




Όπως και να ’χει, η ιστορία απέδειξε ότι το album και η περίοδος εκείνη ήταν ένα κομβικό σημείο για την καριέρα των Slipknot, με το συγκρότημα να δέχεται τα πρώτα 2 ισχυρά χτυπήματα στο lineup του, πρώτα με τον χαμό του μπασίστα Paul Gray (2) το 2010 και με την ξαφνική αποχώρηση/απόλυση του Joey (1) το 2013 – ακόμα και σήμερα δεν είναι πλήρως σαφές τι από τα δύο συνέβη. Το σίγουρο είναι, ότι μετά από 24 χρόνια και μια πολυτάραχη ζωή στις σκηνές του κόσμου, οι Slipknot είναι με βεβαιότητα ένα από τα συγκροτήματα που έχουν αποδείξει επανειλημμένα ότι άντεξαν και θα συνεχίσουν να αντέχουν το τεστ του χρόνου, με ή χωρίς την υποστήριξη μιας δισκογραφικής εταιρείας.



Δημήτρης Κ. (Bad Rogers Entertainment) για το MOPA-Music Webzine