Τρίτη 29 Αυγούστου 2023

Μια καρδιά από ατόφιο σκοτάδι – Το 2ο album των Slipknot γίνεται 22 χρονών!!

 


Στο προηγούμενο άρθρο-αφιέρωμα για τους Slipknot, έγινε αναφορά στην ιστορία και το παρασκήνιο του τέταρτου δίσκου τους, All Hope is Gone (AHIG) του 2008. Προφανώς, ο περισσότερος κόσμος που γνωρίζει το συγκρότημα και την ιστορία του συνολικά, το έχει ταυτίσει – και όχι άδικα – με σκηνές χάους, πόνου και κινδύνου, ειδικά στα πρώτα τους live shows στα τέλη της δεκαετίας του ‘90. Σε αυτό το άρθρο, λοιπόν, θα προσπαθήσουμε να κάνουμε ένα deep dive στον κόσμο του συγκροτήματος, την περίοδο που κυκλοφόρησαν τον δεύτερο δίσκο τους, Iowa, το 2001, ο οποίος σήμερα κλείνει τα 22 χρόνια ύπαρξης στις playlists μας.

Μετά από την σχεδόν άμεση και αναπάντεχη επιτυχία του πρώτου δίσκου, και μετά από μερικούς μήνες στις παγκόσμιες σκηνές να κερδίζουν ολοένα και περισσότερους φανατικούς θαυμαστές (οι περιβόητοι maggots όπως τους έχει αποκαλέσει ο M. Shawn Crahan, a.k.a. #6, Clown), οι Slipknot στα τέλη του 2000 είχαν ήδη ξεκινήσει τις διαδικασίες για την δημιουργία νέου υλικού. Οι ηχογραφήσεις ξεκίνησαν επίσημα στις αρχές του επόμενου έτους (2001) με τον Ross Robinson να αναλαμβάνει ξανά χρέη παραγωγού. Εδώ αξίζει να γίνει αναφορά σε 2 καθοριστικούς παράγοντες για την ηχητική κατεύθυνση του album και του συγκροτήματος κατ’ επέκταση:


  • Όπως ήταν αναμενόμενο, η επιτυχία του πρώτου τους δίσκου χάρισε μεν στο συγκρότημα μια ανάσα καλλιτεχνικής ελευθερίας, αλλά παράλληλα, τόσο το κοινό όσο και οι κριτικοί είχαν κατά νου το κλασικό δεύτερο album με «νερωμένο», πιο προσβάσιμο ήχο, ενώ θεωρούσαν ότι το συγκρότημα από εκείνο το σημείο και έπειτα, θα προσπαθούσε να αποστασιοποιηθεί από την αγνή χαοτική ενέργεια που είχε καταφέρει να αποτυπώσει μερικά χρόνια πριν – και χάρη στην οποία έγινε γνωστό.

  • Την ίδια στιγμή, αυτή η αναπάντεχη επιτυχία του πρώτου δίσκου, όπως ήταν φυσικό, έστρεψε όλα τα φώτα της δημοσιότητας πάνω στα μέλη του συγκροτήματος, που εκείνη την περίοδο δεν γνώριζε κανείς ποιοι είναι αυτοί οι 9 άνθρωποι πίσω από τις μάσκες με την εκρηκτική τους σκηνική παρουσία και τον ανεξέλεγκτο θυμό που βγάζανε μέσα από τον ήχο τους. Αν προσθέσουμε τις δηλώσεις των ίδιων μελών των Slipknot σχετικά με τον τόπο καταγωγής τους:

« Είμαστε απλώς 9 πουθενάδες από την κ**ότρυπα της Αμερικής, την Iowa.»




τότε έχουμε ένα εκρηκτικό κοκτέιλ καταχρήσεων, προσωπικών προβλημάτων και εντάσεων εντός του συγκροτήματος, που μόνο σε καλό δεν μπορεί να οδηγήσει.



Η ιστορία είναι γνωστή, ωστόσο. Στα τέλη Αυγούστου του 2001, οι Slipknot κυκλοφορούν το πολυαναμενόμενο δεύτερο τους album, με τίτλο Iowa, και κατάφεραν να τρομοκρατήσουν τους πάντες, ή τουλάχιστον όσους δεν είχαν ήδη τρομοκρατηθεί από το εκρηκτικό τους debut album. Πιο τεχνικός, πιο επιτηδευμένος ηχητικά, πιο σκοτεινός, πιο χαοτικός, οι Slipknot όχι μόνο δεν προσέφεραν το τυπικό radio-friendly δεύτερο album, αλλά ενίσχυσαν τα άγρια θηριώδη αισθήματα του πρώτου δίσκου ακόμα περισσότερο. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, όλα τα μέλη του συγκροτήματος αντιμετώπιζαν προβλήματα προσωπικής φύσεως, που αφορούσαν κυρίως ανθρώπινες σχέσεις, κατάχρηση ουσιών, και φυσικά την ξαφνική φήμη που έπεσε στα κεφάλια τους. Παράλληλα, οι μεταξύ τους σχέσεις ήταν ιδιαίτερα τεταμένες, επομένως, με τον Ross Robinson ξανά στην θέση του παραγωγού, το συγκρότημα οδήγησε όλα αυτά τα αρνητικά αισθήματα και καταστάσεις στην μουσική τους, με αποτέλεσμα τον ήχο που όλοι γνωρίζουν και αγαπάνε.



Σε αυτό τον δίσκο εμφανίζεται για πρώτη φορά ο κιθαρίστας Jim Root (#4) ως συνθετικό μέλος του συγκροτήματος, όσον αφορά το songwriting [σ.σ.: στον πρώτο δίσκο, οι κιθάρες γράφτηκαν από τον Mick Thomson (#7) και τον τότε κιθαρίστα Josh Brainard, ο οποίος όμως αποχώρησε λίγο πριν την κυκλοφορία του], δηλώνοντας ότι «ένιωθε ιδιαίτερη πίεση για να ανταποκριθεί στις προσδοκίες τόσο του σχήματος, όσο και του συνέταιρου κιθαρίστα (Mick Thomson)». Για το κομμάτι της πίεσης και των υψηλών προσδοκιών, ο κιθαρίστας Mick Thomson έχει δηλώσει:



«Δεν είναι εύκολο να βάλεις απλά ένα μάτσο άτομα σε έναν χώρο, που ας πούμε έχουν να βγάλουν δίσκο εδώ και 5 χρόνια π.χ., και να τους πεις “Λοιπόν θέλω να γράψετε ένα μάτσο κομμάτια και όλα να είναι τέλεια!!”. Είναι σαν να βάζεις έναν εικαστικό καλλιτέχνη σε ένα studio και να κάτσεις πάνω από το κεφάλι του και να του λες “Ωραία. Τώρα ζωγράφισε!!”. Ποιος σου είπε ότι θέλω?? Αλλά, τι να κάνουμε, είναι αυτό που είναι [η πίεση από την δισκογραφική εταιρεία], επομένως μπήκαμε στο studio.»



Ακολουθούν ορισμένες ιστορίες παράνοιας και χάους κατά την ηχογράφηση του δίσκου:   


  • Το εισαγωγικό κομμάτι “(515)” - ο ταχυδρομικός κώδικας για την περιοχή Des Moines, Iowa, την γενέτειρα του συγκροτήματος – γράφτηκε σχεδόν αποκλειστικά από τον DJ, Sid Wilson (#0). Οι φωνές που ακούγονται είναι ο ίδιος ο Sid, ο οποίος την ημέρα της ηχογράφησης έχασε τον παππού του, επομένως ο Ross Robinson του έδωσε ένα μικρόφωνο και τον άφησε να βγάλει τον πόνο και την οργή του σε αυτό το κομμάτι.

  • Το πρώτο πραγματικό κομμάτι του δίσκου, ο μισανθρωπικός ύμνος «People = Shit», σύμφωνα με τον Clown (#6, M.Shawn Crahan) ήταν μια δήλωση-αντίδραση ενάντια στην ξαφνική φήμη του συγκροτήματος αλλά και τις προσδοκίες που είχαν από αυτό. «Ήταν ο τρόπος μας να πούμε “Να πάτε να πνιγείτε, αφήστε μας ήσυχους”». Αντίστοιχα, ο τραγουδιστής Corey Taylor (#8) είχε δηλώσει:



«Δεν υπήρχε τίποτα χαρούμενο σχετικά με το album. Ξαφνικά μετατραπήκαμε σε αυτούς τους αστέρες της metal μουσικής, ενώ δεν το πολυ σκεφτόμασταν ή το σχεδιάσαμε. Βρεθήκαμε σε αυτή την θέση αλλά και στα προβλήματα που έρχονται με αυτήν. Ένα πέπλο σκοταδιού έπεσε κατά την ηχογράφηση του δίσκου, που κανένας μας δεν είχε αντιληφθεί πλήρως.»



σ.σ.: Η περίοδος μετά την κυκλοφορία του Iowa ήταν μια από τις πιο καταστροφικές για τον Corey Taylor, τόσο από την άποψη των καταχρήσεων ουσιών – κυρίως αλκοόλ – όσο και από την άποψη της κατάχρησης των φωνητικών του ικανοτήτων. Είναι πλέον γνωστό ότι τα aggressive φωνητικά του δεν ήταν προϊόν εξάσκησης τεχνικής, αντιθέτως ήταν ένας άμεσος κίνδυνος για την φωνή και την ανατομία του λαιμού του Taylor, κάτι για το οποίο έχει κερδίσει τον θαυμασμό αλλά και την απορία/ανησυχία των θαυμαστών των Slipknot, οι οποίοι εύλογα αναρωτιούνται πώς αυτός ο άνθρωπος κατάφερε να διατηρήσει την φωνή του ακέραια.



Αναφορικά με την μέθοδο παραγωγής του Ross Robinson, ο Corey Taylor έχει δηλώσει τα εξής:



«Ο Ross είναι ένας από αυτούς τους τύπους που αναζητά τις τρομακτικές, τις επικίνδυνες στιγμές σου, και σε πιέζει να τις ενισχύσεις στον νου σου, ή στις ενισχύει ο ίδιος.


[...]



Το κομμάτι “Left Behind” [το πρώτο single του δίσκου] ήταν γραμμένο με περισσότερη μελωδία αρχικά, και ο Ross επέμεινε “Προσπαθείς υπερβολικά, μην το πιέζεις. Βγάλε ένα αίσθημα πιο βίαιο, πιο πρωτόγονο, δώσε εκεί την έμφαση, και κάντο να μοιάζει με ένα τεράστιο χαστούκι στο κεφάλι!!”



[...]



Στο τελικό κομμάτι “Iowa”, ο Ross μου είπε: “Θέλω να πας σε ένα μέρος (συναισθηματικά) που δεν έχεις επιτρέψει στον εαυτό σου να πάει”. Αυτό που έκανα είναι να βγω γυμνός στην μέση του δωματίου ηχογράφησης, με κομμάτια γυαλί στα χέρια, έτοιμος να αυτοτραυματιστώ, γεμάτος εμετό γύρω μου, και έβγαλα τα φωνητικά μου σε 2 λήψεις.»



σ.σ.: Η παραπάνω σκηνή φημολογείται ότι έκανε τον Clown, το θεωρητικά πιο σκληροτράχηλο και ακραίο μέλος των Slipknot, να τρομοκρατηθεί και να ανησυχήσει για τον Corey.



Την περίοδο της ηχογράφησης του δίσκου, ο Ross Robinson είχε νοσηλευτεί με κάταγμα σπονδύλου, μετά από ένα ατύχημα με μηχανή dirt bike, ωστόσο 24 ώρες μετά την εισαγωγή του, επέστρεψε στο studio για να δουλέψει στην παραγωγή, προς έκπληξη του συγκροτήματος





Παρά το χάος και τις εξωφρενικές συνθήκες, ο δίσκος μπήκε στο Top 10 πολλαπλών charts και απέδειξε περίτρανα ότι οι 9 μασκοφόροι μουσικοί από την Iowa δεν ήταν απλώς ένα gimmic ή μια μόδα, αλλά μια πραγματική υπερδύναμη της metal τρεφόμενη από ό,τι χειρότερο είχε να προσφέρει η ανθρωπότητα. Μέχρι και σήμερα το συγκρότημα χαίρει άπειρου καθολικού σεβασμού για αυτό το album, το οποίο συνεχώς επαινείται για το πόσο άγριο, σκληρό και ανελέητο είναι, αλλά και για την ψυχή – όσο μαύρη και να ήταν τότε – και την τεχνική ικανότητα που έβαλε το συγκρότημα σε αυτό. Εμείς το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να υποκλιθούμε στο δέος που προκαλεί ο δίσκος, χάρη σε κομμάτια όπως το “ Disasterpiece”, “The Heretic Anthem”, “My Plague”, “People = Shit” κλπ.



Δημήτρης Κ. (Bad Rogers Entertainment) για το Mopa-Music Webzine