Ένα από τα λογοπαίγνια του Στέλιου Ανατολίτη στην εκπομπή «Beerατάκες», που είναι τόσο αληθές όσο και κρύο. Μετά από 42 χρόνια στις σκηνές του πλανήτη και με τις πωλήσεις δίσκων να αγγίζουν τα 125 εκατομμύρια (βάσει δεδομένων NielsenScan 2018), οι Metallica έχουν αγγίξει ένα θρυλικό status που όμοιο του ίσως δεν πρόκειται να ξαναδεί η ανθρωπότητα. Παρόλο που οι σπόροι αυτής της μνημειώδους επιτυχίας είχαν φυτευτεί εδώ και δεκαετίες, η πορεία τους μέχρι τώρα κάθε άλλο παρά ομαλή ήταν.
Σε αυτό το σημείο δεν νομίζω ότι χρειάζεται να μπούμε σε ιστορικές λεπτομέρειες για την ιστορία του συγκροτήματος. Με αφορμή, ωστόσο, τα 32α γενέθλια του ομότιτλου δίσκου τους πριν από μερικές ημέρες, ή όπως είναι περισσότερο γνωστός «The Black Album», σε αυτό το αφιέρωμα θα προσπαθήσουμε να ρίξουμε λίγο φως σε κάποιες πτυχές της ιστορίας των Metallica εκείνη την περίοδο, που σίγουρα οι σκληροπυρηνικοί fans θα γνωρίζουν και ενδεχομένως θα προσφέρουν και τις δικές τους γνώσεις στα σχόλια.
Ξεκινώντας την αναδρομή από τα τέλη του 1990, οι Metallica έχουν ήδη σχεδόν μια δεκαετία στην πλάτη τους γεμάτη κατορθώματα και τραγωδίες: 4 δίσκοι που γίναν ανάρπαστοι χωρίς καμία απολύτως προώθηση από τα mainstream media της εποχής, ασταμάτητες sold out περιοδείες, το πρώτο τους music video για το κομμάτι «One» - το οποίο ήταν η πρώτη αφορμή για τους σκληροπυρηνικούς fans να εξαπολύσουν επιθέσεις περί «ξεπουλήματος» - και φυσικά ο αναπάντεχος χαμός του μπασίστα Cliff Burton τον Σεπτέμβριο του 1986, που βύθισε στο πένθος (και το αλκοόλ) το συγκρότημα, το οποίο αποφασισμένο να προχωρήσει μπροστά, προσέλαβε τον μπασίστα των Flotsam and Jetsam, Jason Newsted, μερικούς μήνες μόνο αργότερα. Κι όλα αυτά από τέσσερα ατίθασα παιδιά από το San Fransisco που θελήσανε να πάνε κόντρα στην glam metal της σκηνής του Los Angeles, και στην πορεία θα εξελισσόντουσαν στους ήρωες της thrash metal σκηνής που γεμίζανε στάδια και συναυλιακές αρένες χωρίς καν να τους αναφέρει κάποιο ραδιόφωνο ή τηλεοπτικό κανάλι.
Ο πλέον θρυλικός μουσικός παραγωγός Bob Rock, γνωστός για την δουλειά του με συγκροτήματα όπως οι Aerosmith, The Cult, Bon Jovi, και ιδιαίτερα το album του 1989 “Dr. Feelgood” των Motley Crue, έχει δηλώσει:
«Είδα το συγκρότημα live, και εντυπωσιάστηκα με το πόσο ισχυροί ακούγονταν. […] Ο σκοπός μου ήταν να τους κάνω να ακούγονται (στον δίσκο) καλύτεροι. Και με το να ακούγονται καλύτεροι, ευελπιστώ ότι περισσότερος κόσμος θα τους ακούσει, τόσο αυτούς αλλά και την heavy metal γενικότερα.»
Παράλληλα, ο drummer Lars Ulrich είχε αναφέρει για τον Bob Rock και για την δημιουργία του δίσκου, αντίστοιχα:
«Βασικά αυτός ο τύπος ήρθε και μας είπε μες στα μούτρα ότι “Ξέρετε κάτι? Δεν έχετε καταφέρει να αποτυπώσετε σε έναν δίσκο το πραγματικό σας potential. Δεν έχετε φτιάξει έναν δίσκο που να είναι ισάξιος των δυνατοτήτων σας”. Το αμέσως επόμενο σχόλιο μας ήταν: “Bring it on then!!!“»
«Αν σου πω ότι η δημιουργία αυτού του δίσκου ήταν κάτι συνηθισμένο, θα σου πω ψέματα. Όλοι νιώθαμε ότι πρόκειται για κάτι ξεχωριστό»
Κι εδώ είναι που αρχίζει το ζουμί της υπόθεσης. Η ηχογράφηση του δίσκου δεν ήταν σε καμία περίπτωση μια εύκολη ή έστω ομαλή διαδικασία. Μέχρι πρότινος, όλη η μουσική και οι στίχοι ήταν προϊόντα των Lars Ulrich (drums) και James Hetfield (φωνητικά, ρυθμικές κιθάρες). Φανταστείτε λοιπόν το ξεβόλεμα που δέχθηκαν αυτοί οι δύο, όταν ο παραγωγός τους ζήτησε να ηχογραφήσουν τα τραγούδια ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ ΣΤΟ STUDIO, αντί ο καθένας να κάνει τα κομμάτια του ξεχωριστά. Και τώρα, πάρτε αυτό το άβολο αίσθημα και πολλαπλασιάστε το επί 10, γιατί ο Bob Rock είχε την αυθάδεια να επιτρέψει στον lead κιθαρίστα Kirk Hammett και τον «νεοφερμένο» μπασίστα Jason Newsted να γράψουν και τα δικά τους κομμάτια στα τραγούδια. Μην ξεχνάμε, επίσης, ότι στον προηγούμενο δίσκο του 1988 «…And Justice for All», όλη η συνεισφορά του τελευταίου χάθηκε στο mix, με τις ευλογίες του Lars και του James, παρά την ξεκάθαρα αντίθετη άποψη του προσωπικού (παραγωγός, ηχολήπτες, engineers). Η εμφανής απουσία low end στον δίσκο ήταν μια απόφαση που στα χρόνια που ακολούθησαν κατακρίθηκε από θαυμαστές και κριτικούς, και για την οποία το ίδιο το συγκρότημα πλέον δηλώνει μετανιωμένο.
Οι 10 μήνες που πέρασαν οι Metallica στο studio ήταν μια ξεκάθαρη σύγκρουση χαρακτήρων, ιδιαίτερα εγωιστικών (κυρίως του Hetfield και του Ulrich), που είχε σαν αποτέλεσμα μια σειρά διαμαχών εντός του συγκροτήματος, αλλά και με τον παραγωγό Bob Rock, οι τακτικές του οποίου αμφισβητήθηκαν με κάθε αφορμή. Ο ίδιος ο Hetfield είχε πει για την περίοδο των ηχογραφήσεων ότι το συγκρότημα «ξέχασε για ποιον λόγο βρίσκεται εκεί: δηλαδή να γράψει και να παίξει μουσική». Ακόμα και έτσι όμως, μέσα από τις δημιουργικές διαφωνίες και εντάσεις, και τον εσωτερικό ανταγωνισμό, οι Metallica κατάφεραν να βγουν «ολοζώντανοι» και πιο δυνατοί από ποτέ.
Μετά από 10 μήνες και 3 διαζύγια, και με τα κόστη της ηχογράφησης να αγγίζουν το $1 εκ., το ομότιτλο album των Metallica κυκλοφόρησε στις 12 Αυγούστου 1991. Το χαρακτηριστικό εξώφυλλο με τα ολόμαυρα λογότυπα ήταν αυτό που το καθιέρωσε στην πιάτσα ως το μαύρο album (The Black Album). Συνολική διάρκεια περίπου 63 λεπτά, και 12 κομμάτια, που έχουν περάσει με βεβαιότητα το τεστ του χρόνου. Και εδώ ίσως είναι το σημείο που θα αποξενώσουμε τους σκληροπυρηνικούς fans, διότι η συγκεκριμένη setlist είναι απλά iconic. Μπορεί τα singles να ήταν αυτά που κέρδισαν την προσοχή του κοινού, αλλά ο δίσκος από την αρχή μέχρι το τέλος του είναι solid όσο δεν πάει. Μιλώντας για singles, ο δίσκος έβγαλε 5: Enter Sandman, The Unforgiven, Nothing Else Matters, Wherever I May Roam, και Sad But True, το πρώτο κομμάτι στην ιστορία των Metallica που είναι γραμμένο σε κούρδισμα D Standard (έναν τόνο δηλαδή χαμηλότερα από το E Standard), μια κίνηση εμπνευσμένη από τον δίσκο Dr. Feelgood των Motley Crue, στον οποίο ο Bob Rock είχε αναλάβει χρέη παραγωγού.
Από την κυκλοφορία του δίσκου και μετά, γνωρίζουμε όλοι τι ακολούθησε. Τα επόμενα 2.5 χρόνια, οι Metallica έπαιξαν live σε περίπου 300 shows σε όλο τον κόσμο, με 2 πιο χαρακτηριστικές στιγμές:
- Το live show στην Μόσχα (Monsters of Rock 1991), σχεδόν αμέσως μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, όπου φημολογείται ότι παίξανε σε ένα κοινό σχεδόν 1.6 εκ. ατόμων, κάτι που ο Lars Ulrich θεωρεί ανακριβές, και εκτιμά ότι ήταν 500.000 άτομα. Επίσης φημολογείται ότι υπήρξαν ξεσπάσματα βίας στο κοινό, όπου συμμορίες μηχανόβιων συγκρούστηκαν με την αστυνομία και με μέλη του κοινού, με αποτέλεσμα να υπάρξουν τραυματισμοί, βιασμοί, ακόμα και θάνατοι.
- Το co-headline tour των Metallica με τους Guns & Roses, και ιδιαίτερα το live show στο Ολυμπιακό Στάδιο του Montreal το 1992, όπου ο James Hetfield υπέστη εγκαύματα 2ου και 3ου βαθμού, αφού μια τεράστια πυροτεχνική φλόγα ύψους 3.5 μέτρων εκτινάχθηκε επάνω του, και οι Guns & Roses, ενώ θα μπορούσαν να ανέβουν στην σκηνή και να παίξουν σχεδόν διπλάσιο set για το κοινό, δεν εμφανίστηκαν ποτέ, με αποτέλεσμα να ξεσπάσουν επεισόδια μεταξύ κοινού και αρχών στον χώρο.
Πλέον, Το ”Black Album” έχει σπάσει απανωτά ρεκόρ πωλήσεων και ακροαματικότητας, και σίγουρα είναι ένα από τα μεγαλύτερα ορόσημα της ιστορίας των Metallica. Για τον εορτασμό των 30 ετών από την κυκλοφορία του, ο διάσημος φωτογράφος Ross Halfin το 2021 κυκλοφόρησε ένα ειδικό λεύκωμα με τίτλο “Metallica: The Black Album in Black and White”, το οποίο βρίσκεται διαθέσιμο στην επίσημη σελίδα των Metallica. Cheers to the boiz!!
Ακολουθήστε τους Metallica στους παρακάτω συνδέσμους:
https://www.facebook.com/Metallica/
https://www.instagram.com/metallica/
https://metallica.lnk.to/listen
https://www.youtube.com/metallica
Δημήτρης Κ. (Bad Rogers Entertainment) για το MOPA-Music Webzine